σε

Ανέκδοτο έπος με Γερμανό και Έλληνα: Το τρένο, το 20χρονο πιπίνι και η γριά

Ανέκδοτο έπος με Γερμανό και Έλληνα: Το τρένο, το 20χρονο πιπίνι και η γριά

Ανέκδοτο έπος με Γερμανό και Έλληνα: Στο βαγόνι ενός τρένου τυχαίνει να κάθονται από τη μια μεριά ένας Έλληνας και ένας Γερμανός και από την άλλη μια γριά 80 χρόνων και μια πολύ όμορφη εικοσάχρονη κοπέλα

Όλα αυτά τα άτομα δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους.

Απλώς έτυχε να βρεθούν μαζί.

Όλη την ώρα o Έλληνας και ο Γερμανός έτρωγαν την κοπέλα με τα μάτια τους, αλλά δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι λόγω της γριάς.

Σε κάποια στιγμή το τρένο μπαίνει σε ένα τούνελ και τότε μέσα στο βαθύ σκοτάδι:

Φαααάααπ, ακούγεται o ήχος μιας σφαλιάρας…

Σκέφτεται λοιπόν o Έλληνας:

Ο άτιμος ο Γερμανός βρήκε την ευκαιρία τώρα με το σκοτάδι, έβαλε χέρι στη μικρή, και αυτή του έριξε σφαλιάρα!

Σκέφτεται ο Γερμανός:

Το καθίκι o Eλληνας έβαλε χέρι στη μικρή… κι έφαγα ΕΓΩ τη σφαλιάρα!

Σκέφτεται η κοπέλα:

Κάποιος από αυτούς πήγε να μου βάλει χέρι, το έβαλε κατά λάθος στη ΓΡΙΑ και η γριά του έριξε σφαλιάρα!

Σκέφτεται και η γριά:

Κουφάλα Γερμανέ… ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΧΡΩΣΤΟΥΣΑ!

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Ανέκδοτο έπος με Γερμανό και Έλληνα: Το τρένο, το 20χρονο πιπίνι και η γριά

Ανέκδοτο με τον Γιωρίκα και τον εφιάλτη κάθε βράδυ: Αποφάσισε να πάει σε έναν ειδικό για να μιλήσει για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει

Πάει ο Γιωρίκας λοιπόν στο γιατρό και του λέει:

– Γιατρέ μου, κάθε βράδυ βλέπω τον ίδιο τρομακτικό εφιάλτη. Κάποιος με κυνηγά να με σκοτώσει.

Τρέχω, τρέχω, τρέχω και φτάνω μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα με τεράστια κόκκινη επιγραφή.

Δείτε ακόμα 🙂  Το ανέκδοτο της ημέρας: Το τσεκάπ κι η αντίστροφη μέτρηση

Σπρώχνω για να ανοίξω την πόρτα, σπρώχνω, ξανασπρώχνω αλλά δεν ανοίγει η ρημάδα!

Ο τύπος που με κυνηγά πλησιάζει συνεχώς με το μαχαίρι στο χέρι.

Ουρλιάζω στον ύπνο μου και ξυπνώ ιδρωμένος και κατατρομαγμένος.

– Μμμμ, ενδιαφέρον, και δεν μου λέτε, σας παρακαλώ, μήπως θυμάστε τι γράφει η επιγραφή πάνω στην πόρτα;

– “ΕΛΞΑΤΕ”…

Ανέκδοτο με τον Βασιλάκη: Ξυπνάει η μητέρα τον Βασιλάκη να πάει σχολείο αλλά αυτός αρνείται πεισματικά επειδή λέει τον μισούν

– Άντε Βασιλάκη μου έλα καλό μου ξύπνα. Πρέπει να πας σχολείο.

Φωνές και κλάματα ο Βασιλάκης.

– Όχι, όχι, δε θέλω να πάω άσε με σου λέω.

– Γιατί παιδάκι μου;

– Είναι καλά στο σχολείο, άντε σήκω…

– Όχι σου είπα όλοι με μισούν

– Όλοι οι καθηγητές με μισούν… όλοι οι μαθητές της 1ς τάξης με μισούν. Το ίδιο και όλοι από τις υπόλοιπες τάξεις. Μέχρι και η καθαρίστρια με μισεί. Για αυτό σου λέω, δεν πάω. Ουάααααα άσε με…

– Μα πρέπει μωρό μου. Αφού είσαι ο… διευθυντής!