σε

Βροχή και κέρατο σε ανέκδοτο: “Απορώ πως ο μ….ας”

Βροχή και κέρατο σε ανέκδοτο: “Απορώ πως ο μ….ας”

Βροχή και κέρατο σε ανέκδοτο: Η βροχή, το κέρατο και ο κυνηγός που έμεινε κάγκελο – Τι το ήθελε και γύρισε στο σπίτι του;

Στις τέσσερις τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται σιγά σιγά για να μην τον πάρει χαμπάρι η γυναίκα του.

Φορτώνει στο αμάξι τα πράγματά του, τα μποτάκια του, την καραμπίνα και τον σκύλο του για να πάει να κυνηγήσει.

Με το που έφτασε στο δάσος άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς, οπότε ξαναμπήκε στο αμάξι κι έφυγε απογοητευμένος.

Φτάνοντας στο σπίτι, έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα του και ξάπλωσε προσεκτικά στο κρεβάτι.

Πήρε μια τρυφερή αγκαλιά τη γυναίκα του από πίσω και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό ψιθυρίζοντάς της:

«Χαμός γίνεται έξω. Βρέχει ασταμάτητα.»

Κι εκείνη του απάντησε μέσα στον ύπνο της:

«Άσε ρε μωρό μου, απορώ πως σηκώθηκε πάλι ο άλλος ο μ@λ@κ@ς με τέτοια βροχή να πάει για κυνήγι!».

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Βροχή και κέρατο σε ανέκδοτο: "Απορώ πως ο μ....ας"Βροχή και κέρατο σε ανέκδοτο: “Απορώ πως ο μ….ας”

Νεκρός σε θρίλερ ανέκδοτο: O Πέτρος ήταν ένας Έλληνας μετανάστης που είχε δουλέψει όλη τη ζωή του, ό,τι έβγαζε το έκανε κομπόδεμα και ήταν ένας πραγματικός τσιγκούνης όσον αφορούσε τα χρήματά του

Λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του:

–Βούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα βάλεις στην κάσα μαζί μου. Θέλω να πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.

Έτσι έπεισε τη Βούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως όταν εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα του τα λεφτά στην κάσα μαζί του.

Λοιπόν, κάποια στιγμή πέθανε.

Ο Πέτρος ήταν «ξαπλωμένος στο φέρετρο», η γυναίκα του καθόταν εκεί δίπλα μαυροντυμένη φωνάζοντας «Πέτρο, αγάπη μου, πού πας;» και η κολλητή της φίλη Τασία καθόταν δίπλα της.

Όταν τελείωσε η τελετή, και την ώρα που ο παπάς ετοιμαζόταν να κλείσει το φέρετρο, η σύζυγος φωνάζει: «Μια στιγμή!».

Η Βούλα τότε έβαλε ένα μικρό μεταλλικό κουτί μέσα στο φέρετρο.

Και μετά ο παπάς έκλεισε το φέρετρο και άρχισαν να το κατεβάζουν.

Λέει λοιπόν η Τασία:

«Βούλα, ξέρω ότι δε θα ήσουν τόσο χαζή ώστε να βάλεις όλα τα λεφτά του μέσα στο φέρετρο μαζί του.»

«Άκου Τασία μου» λέει η Βούλα, «Είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη και δεν μπορώ να αθετήσω τον λόγο μου. Υποσχέθηκα στον Πέτρο ότι θα του έβαζα τα χρήματά του στην κάσα του»

«Μου λες δηλαδή ότι έβαλες όλα τα λεφτά στην κάσα του;»

«Φυσικά και το έκανα», είπε η σύζυγος.

«Τα μάζεψα όλα μαζί, τα έβαλα στον λογαριασμό μου, και του έκοψα μία επιταγή. Αν μπορεί να την εξαργυρώσει, θα μπορεί να τα ξοδέψει κιόλας.».

Κερατάδες σε ψαρωτικό ανέκδοτο: Tρείς απατημένοι σύζυγοι έψαχναν τρόπους να επιβεβαιώσουν αν και με ποιον έκαναν οι γυναίκες τους την απιστία

Τα συζητούσαν για ώρες όμως δεν κατέληξαν κάπου κι έτσι αποφάσισαν, γυρνώντας στο σπίτι, να κάνει ο καθένας ό,τι του έρθει.

Την επόμενη μέρα συναντιούνται πάλι και λέει ο πρώτος:

«Εγώ γύρισα χθες στο σπίτι και τη ρώτησα ευθέως αν με απάτησε. Εκείνη το αρνήθηκε κι εγώ από τα νεύρα μου την πλάκωσα στο ξύλο μέχρι που είπε»: «Εντάξει το παραδέχομαι, σε απάτησα με τον Αναστάση!»

Λέει ο δεύτερος:

«Και εγώ το ίδιο έκανα. Την άρχισα στις γρήγορες και στο τέλος παραδέχτηκε ότι πήγε με τον κουμπάρο.»

Λέει και ο τρίτος:

«Εγώ δεν είχα τέτοιο θέμα. Πήγα στο σπίτι, έκανα το μπάνιο μου, άραξα στη βεράντα, κι όταν είδα τη γειτόνισσα της φώναξα»: «Βούλα είσαι πουτ@να!»

Και ξεκίνησε αυτή:

«Εγώ είμαι η πουτ@να ή η γυναίκα σου που έχει πάει με τον Αλέκο, τον Βαγγέλη, τον Μπάμπη, τον Γρηγόρη;»