σε

Απίστευτο επικό ανέκδοτο: Δημόσιος υπάλληλος κάθεται στο γραφείο του

Απίστευτο επικό ανέκδοτο: Δημόσιος υπάλληλος κάθεται στο γραφείο του

Απίστευτο επικό ανέκδοτο: Ένας δημόσιος υπάλληλος κάθεται στο γραφείο του και μέσα στη βαρεμάρα του αποφασίζει να καθαρίσει επιτέλους τα ντουλάπια του

Βγάζοντας ένα σωρό φακέλους φυλλάδια από πιτσαρίες και άχρηστα χαρτιά, βλέπει μπροστά του ένα λυχνάρι μέσα στη σκόνη.

Ωραία αντίκα! Θα το πάρω να το βάλω πάνω από το τζάκι του σπιτιού μου σκέφτεται και το παίρνει μαζί του.

Στο σπίτι εκεί που το καθαρίζει από τη σκόνη και το γυαλίζει ξαφνικά ένα τζίνι πετάγεται μπροστά του.

– Μπορείς να πραγματοποιήσεις 3 ευχές σου… του λέει το τζίνι.

– Θέλω μία μπύρα και δυο πίτες με γύρο αμέσως τώρα!

Πριν προλάβει να τελειώσει εμφανίζονται μπροστά του δυο λαχταριστά τυλιχτά σουβλάκια και ένα τεράστιο ποτήρι κρύα μπύρα.

Αφού τα καταβροχθίζει μετα βουλιμίας, λέει:

– Τώρα θέλω να βρεθώ σε ένα τροπικό νησί με πανέμορφες νυμφομανείς γυναίκες!

– Μάλιστα, λέει το τζίνι.

Αμέσως βρίσκεται σε ένα νησί με πανέμορφες μελαχρινές να τον περιτριγυρίζουνε και να τον χαϊδεύουνε.

Σκέφτεται λοιπόν και την τρίτη του επιθυμία προσεκτικά, και λέει:

– Θέλω να μη δουλέψω ποτέ ξανά στη ζωή μου!

-Η ευχή σας διαταγή μου απαντά το τζίνι.

Ξαφνικά ο δημόσιος υπάλληλος βρίσκεται πάλι στο γραφείο του!

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Απίστευτο επικό ανέκδοτο: Δημόσιος υπάλληλος κάθεται στο γραφείο του

Ανεκδοτάρα με αγελαδοτροφό: Μια μέρα μια παχιά κυρία, πήγε στο φαρμακείο να ζυγιστεί. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος κύριος, μπαίνοντας μέσα της λέει

– “Σας κάνω 93 κιλά.”

Εκείνη, χωρίς να απαντήσει, ανεβαίνει πάνω στη ζυγαριά και ως θαύματος, η ζυγαριά τη δείχνει 93 κιλά.

Δείτε ακόμα 🙂  Ανεκδοτάρα με κρεβάτι: Η πρώτη φορά και η κορνίζα με τον νεαρό

Η κυρία εντυπωσιασμένη του απαντάει:

– “Μα πως το βρήκατε; Είμαι ακριβώς 93 κιλά.”

– “Είναι η δουλειά μου ξέρετε”, της λέει αυτός.

– “Α, είστε γιατρός.”

– “Όχι, αγελαδοτρόφος.”

Ανεκδοτάρα με γέρο: Βρίσκονται δύο φίλοι μετά από χρόνια και αρχίζει να εξιστορεί ο ένας στον άλλο τα νέα του

– …Και φέτος πέθανε και ο πατέρας μου, λέει ο ένας.

– Σοβαρά; Εγώ τον θυμάμαι υγιέστατο! Τί έπαθε;

– Να, μια μέρα εκεί που καθόταν στην κουνιστή του πολυθρόνα, κάνει μια δυνατή μπρός και πέφτει μέσα στο τζάκι!

– Ωχ! Και κάηκε ζωντανός;

– Όχι, όχι. Λίγο άρπαξε το κεφάλι του! Αλλά από τον φόβο του κάνει πίσω και πέφτει πάνω στο σκρήνιο. Όλα τα ποτήρια και τα πιάτα διαλύθηκαν!

– Πωπώ! Χάλια τρόπος να πεθάνεις! Μέσα στα γυαλιά και στα αίματα.

– Α, όχι, δεν πέθανε έτσι. Με την φόρα που είχε πάει και πέφτει στο κρυστάλλινο τραπέζι!

– Τι σε εκείνο το μεγάλο το κρυστάλλινο; Εκεί πέθανε;

– Όχι, όχι, το τραπέζι διαλύθηκε και με την φόρα που είχε σπάει την μπαλκονόπορτα και πέφτει από τα κάγκελα.

– Πώπω! Και μένεις και 4ο όροφο. Σίγουρα σκοτώθηκε με αυτό.

– Όχι, ο αποκάτω μόλις είχε βάλει την καινούρια του τέντα, και έτσι έκανε ένα γκελ πάνω της και ξαναγυρνά από την μπαλκονόπορτα και πέφτει πάνω στο κρυστάλλινο φωτιστικό.

– Και έτσι πέθανε;

– Όχι, όχι. Εγώ τον σκότωσα γιατί θα μας διέλυε τελείως το σπίτι ο κ@λ@γερος!