σε

Ανέκδοτο με κερατούκλη: “Γιατρέ, έπιασα τη γυναίκα μου…”

Ανέκδοτο με κερατούκλη: “Γιατρέ, έπιασα τη γυναίκα μου…”

Ανέκδοτο με κερατά στον γιατρό: Πάει ο καημένος ο κερατωμένος στον γιατρό και αρχίζει να του εξομολογείται τι περνάει με την παρτ@λα τη γυναίκα του

Ξεκινάει λοιπόν να του αφηγείται όσα ζει τον τελευταίο καιρό:

«Γιατρέ μου δεν είμαι καθόλου καλά, πριν από 5 μέρες έπιασα τη γυναίκα μου με ένα ναύτη στην κρεβατοκάμαρά μας…»

«Αυτό είναι πολύ σοβαρό… Μα τι ακριβώς έγινε;» λέει ο γιατρός

«Να, γύρισα νωρίτερα στο σπίτι και τους βρήκα μαζί. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, έβγαλα το όπλο και πήγα να τον σκοτώσω»

«Και τι κάνατε μετά;» λέει ο γιατρός

«Μισό λεπτό, μου λέει ο ναύτης, πάμε να πιούμε ένα καφέ να το συζητήσουμε… Πήγαμε και μου εξήγησε πως είχε 5 μήνες να πάει με γυναίκα, πως δεν ήξερε πως ήταν παντρεμένη, μου ζήτησε και συγνώμη και τελικά δεν τον σκότωσα»

«Το ότι καταφέρατε και συγκρατηθήκατε είναι πολύ σημαντικό!» λέει ο γιατρός

«Μετά από 2 μέρες γυρνάω πάλι σπίτι νωρίτερα και την βρίσκω με το διαχειριστή της πολυκατοικίας. Άρχισα να τρέμω από τα νεύρα μου… έβγαλα το όπλο και πήγα να τον σκοτώσω. Μισό λεπτό, μου λέει ο διαχειριστής, πάμε να πιούμε ένα καφέ να το συζητήσουμε… πήγαμε τα είπαμε, έχει και μικρά παιδιά και τελικά δεν τον σκότωσα.

Εχθές γυρνάω σπίτι και την βρίσκω με τον ταχυδρόμο. Έβρασα από τον θυμό μου… έβγαλα το όπλο και πήγα να τον σκοτώσω. Κάτσε μισό λεπτό, μου λέει ο ταχυδρόμος, πάμε να πιούμε ένα καφέ να τα πούμε ψύχραιμα… πήγαμε, τα είπαμε, έχει πεθάνει και η γυναίκα του πρόσφατα και τελικά δεν τον σκότωσα»

Τα ακούει αυτά ο γιατρός και του λέει:

Δείτε ακόμα 🙂  Ανεκδοτάρα στο τρένο: Η κουκλάρα και τα 50 ευρώ

«Τα ακούω όλα αυτά και αναρωτιέμαι εγώ που μπορώ να σας βοηθήσω;»

Και λέει ο άλλος:

«Ξέρεις γιατρέ, όλοι αυτοί οι καφέδες μου ‘χουν τσακίσει το στομάχι…»

ΠΙΟ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Ανέκδοτο με κερατούκλη: “Γιατρέ, έπιασα τη γυναίκα μου…”

Ανεκδοτάρα με στοιχειωμένο αυτοκίνητο: Μια φορά ήταν ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία

Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά.  Έκανε ώτο – στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.

Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν.

Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.

Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα…

Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει!

Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.

Σιγά που θα κατέβω… Στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω.

Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.

– “Όχι, μη κύριε. Μη μπεις σ’ αυτό το αμάξι! Είναι στοιχειωμένο!”

Δείτε ακόμα 🙂  Ανέκδοτο: Η ληστεία

– “Πιο στοιχειωμένο ρε μ@λ@κ@! Απ’ τα διόδια το σπρώχνω!”…

Ανέκδοτο με άβγαλτη κόρη: Ήταν μια κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί πρόσφατα και ένα βράδυ θα πήγαινε να κοιμηθεί στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της

Τη συμβούλεψε λοιπόν η μάνα της:

– Τώρα που θα πας στον αρραβωνιαστικό σου αυτός σίγουρα θα θελήσει να κοιμηθείτε μαζί. Αυτό, παιδί μου, δεν είναι και τόσο κακό. Αν όμως εκεί που θα σε φιλάει σου πιάσει το στήθος εσύ να του πεις: “Μη εδώ έχει αγκάθια και τσιμπάει”.  Αν σε πιάσει πιο κάτω να του πεις:  “Εδώ είναι φούρνος και καίει”. Kατάλαβες τι θα κάνεις κόρη μου;

– Κατάλαβα, απάντησε η κόρη.

Το βράδυ λοιπόν πήγε η κοπέλα στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της κι όταν εκεί που τη φιλούσε προχώρησε το χέρι του και της έπιασε το στήθος αυτή του είπε:

– Μην με πιάνεις εδώ. Εδώ έχει αγκάθια και θα τσιμπηθείς.

Όταν πήγε να την πιάσει πιο κάτω του είπε πάλι:

– Μην με πιάνεις ούτε εδώ. Εδώ είναι φούρνος και θα καείς.

Τότε της είπε αυτός:

– Ωραία, έχω ένα λουκάνικο να ψήσω.

Την άλλη μέρα πήγε η κοπέλα στην μαμά της κι εκείνη την ρώτησε:

– Τι έγινε κόρη μου; Έκανες ό,τι σου είπα;

– Ό,τι μου είπες έκανα μάνα. Αλλά όταν του είπα ότι εδώ είναι φούρνος και καίει μου είπε ότι είχε ένα λουκάνικο να ψήσει.

– Και τι έγινε κόρη μου; ρώτησε ταραγμένη η μάνα.

– Τι να σου πω, ρε μάνα. Έγινε κάτι πολύ παράξενο. Όλη νύχτα έψηνε το λουκάνικο και το πρωί μου το έδωσε ωμό να το φάω.